- αποκοσκινίδια
- τα высевки, отруби
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αιρόσιτα — τα οι άχρηστες ουσίες και κυρίως η αίρα, που αποχωρίζονται από το σιτάρι με το κοσκίνισμα, τα αποκοσκινίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίρα + σίτος] … Dictionary of Greek
σκύβαλο — το / σκύβαλον, ΝΜΑ 1. απόβλημα, απομεινάρι, σκουπίδι («τέφρης λοιπὸν ἔτι σκύβαλον», Φιλιππ.) 2. μτφ. άνθρωπος χωρίς καμιά αξία, χαμηλού ποιού, τιποτένιος (α. «αυτός έχει καταντήσει σκύβαλο» β. «ἄνδρα πολύκλαυτον ναυτιλίης σκύβαλον», Ηγήσιππ.)… … Dictionary of Greek